- φιλόπορνος
- -ον, ΜΑαυτός που αγαπά τις πόρνες και τα πορνεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + πόρνος / πόρνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
блоудолюбьць — БЛОУДОЛЮБЬЦ|Ь (3*), А с. Тот, кто склонен к блуду: б҃олюбци а не блудолюбци будите. (φιλόπορνοι) ФСт XIV, 2в; О оканьнии. о блудолюбци. а не б҃олюбци. (φιλόπορνοι) Там же, 165а; никто же буди мѩтежникъ. никто же хулни(к). никто же блудолюбець.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek